- θρεψερός
- η , ό1) плодовитый; 2) см. θραψερός
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
θρεψερός — ή, ό 1. γόνιμος, καρπερός 2. καλοθρεμμένος, θραψερός. [ΕΤΥΜΟΛ. < τρέφω (πρβλ. θρέψω, έθρεψα) + κατάλ. ερός (πρβλ. καρπ ερός)] … Dictionary of Greek
θραψερός — και θρεψερός, ή, ό 1. ευτραφής, καλοθρεμμένος 2. εύχυμος, χυμώδης, ζουμερός. [ΕΤΥΜΟΛ. θρεψ ερός < θ. θρεψ (πρβλ. μέλλ. θρέψ ω και τρέφω, θρέψ η) + κατάλ. ερός (πρβλ. φεγγ ερός, φθον ερός). Ο τ. θραψ ερός με προληπτική ανομοιωτική τροπή του ε… … Dictionary of Greek